κοντογούνι

κοντογούνι
το
κοντό γούνινο ή από μηλωτή παλτό που φτάνει ώς τη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + γούν-α + κατάλ. -ι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντογούνι — το κοντός επενδύτης των γυναικών σε παλιότερα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • γουνέλα — η 1. κοντό γυναικείο πανωφόρι με γούνινη φόδρα, κοντογούνι 2. γυναικείο πανωφόρι, μεταξωτό, μέχρι τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gonella] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδιος, Δημήτριος — (1862 – 1957). Μουσικοσυνθέτης. Θεωρείται ένας από τους δημιουργούς του έντεχνου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και αναβιωτής της αθηναϊκής καντάδας. Στις συνθέσεις του περιλαμβάνονται διάφορες αξιόλογες συλλογές τραγουδιών για χορωδία και πολλά… …   Dictionary of Greek

  • επενδύτης — ο πανωφόρι, κοντογούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”